Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπ' ἀγκυρῶν

См. также в других словарях:

  • Ἀγκυρῶν — Ἄγκυρα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυρῶν — ἄγκυρα anchor fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκύρων — ἀγκύ̱ρων , ἀνά κυρέω hit pres part act masc nom sg ἀγκύ̱ρων , ἀνά κυρόω confirm imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀγκύ̱ρων , ἀνά κυρόω confirm imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… …   Dictionary of Greek

  • El-Hibe — …   Deutsch Wikipedia

  • αμφιδέτηση — η Ναυτ. η αγκυροβολιά πλοίου και με τις δύο άγκυρες (δεξιά και αριστερή). Συνήθως κατά την αμφιδέτηση οι αλυσίδες τών δύο αγκυρών συνδέονται με έναν αμφιδέτη για να μην μπλεχτούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιδετώ*, πρβλ. αγγλ. mooring with two anchors,… …   Dictionary of Greek

  • καραμουσέλι — το 1. καραμουσάλι* 2. ναυτ. σύνδεσμος αγκυρών, αμφιδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karamusal] …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγεύς — ὁ, Α μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγωγεύς, παρ αγωγεύς] …   Dictionary of Greek

  • σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • χι — το / χῑ, ΝΜΑ, και χεῑ ΜΑ άκλ. το εικοστό δεύτερο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. 1. καθετί που έχει το σχήμα τού Χ 2. μαθημ. α) το σημείο του πολλαπλασιασμού β) ο ζητούμενος αριθμός («ο άγνωστος χ») 3. είδος δαντέλας 4. ναυτ. διασταύρωση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»